Το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου για την παραμονή ή όχι στην ΕΕ, στις 23 Ιουνίου 2016 ήταν μια σημαντική στιγμή για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν και το αποτέλεσμα αναμενόταν να είναι οριακό, κατά τις ημέρες μέχρι το δημοψήφισμα οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν νίκη του Remain. Το τελικό αποτέλεσμα όμως ήταν ανατρεπτικό με 53,4% υπέρ της εξόδου έναντι 46,6% υπέρ της παραμονής.

Τι οδήγησε όμως τους Βρετανούς σε αυτή την απόφαση;
Μερικοί από τους πιο δημοφιλείς λόγους που οι Βρετανοί αποφάσισαν την αποχώρηση από τη ΕΕ, το 2016 ήταν η «επιβολή» νόμων και κανονισμών από την ΕΕ, το έλλειμμα των χρημάτων που το Η.Β. λαμβάνει από τα διαρθρωτικά ευρωπαϊκά ταμεία έναντι του ποσού που συνεισφέρει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό αλλά κυρίως η μεταναστευτική πολιτική. Σημαντικό γεγονός αποτελεί ότι τις τελευταίες μέρες της προεκλογικής εκστρατείας το στρατόπεδο του Leave εστίασε κυρίως στη μετανάστευση ενώ του Remain επικεντρώθηκε στην οικονομία και τελικά ηττήθηκε. Το αποτέλεσμα άφησε την χώρα σε ένα αδιέξοδο.
Μετά το δημοψήφισμα
Μπορεί οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου να ψήφισαν να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπέδειξαν όμως τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα γίνει. Οι προτάσεις είναι πολλές. Σε γενικότερο πλαίσιο έχουν χωριστεί στο Soft Brexit δηλαδή την σύναψη μια συμφωνίας που διατηρεί στενές σχέσεις με την ΕΕ και το Hard Brexit δηλαδή την έξοδο από την ΕΕ ακόμη και χωρίς συμφωνία. Κύριο επίσης πρόβλημα αποτελούν τα σύνορα μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ιρλανδίας, τα οποία έπειτα από αναταράξεις στα σύνορα μεταξύ των αυτονομιστικών Ιρλανδών και των υπέρμαχων της ένωσης με το Ηνωμένο Βασίλειο στο παρελθόν παραμένουν ανοιχτά σύμφωνα με την συμφωνία “Good Friday Agreement” που έλυσε την διαμάχη.

Οι λύσεις είναι 3 και εμφανίζονται στην παραπάνω φωτογραφία. Η πρώτη σημαίνει ανοιχτά σύνορα κάτι που σίγουρα δεν θα αρέσει στους υπέρμαχους του Leave που επιθυμούν τον έλεγχο της μετανάστευσης και των συνόρων. Η δεύτερη θέτει σε κίνδυνο την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς κάνει πιο πιθανή την προσχώρηση του Βόρειου μέρους της Ιρλανδίας (μπλέ κομμάτι – το οποίο ανήκει σήμερα στο Η.Β.) στην Ιρλανδία και το τρίτο θέτει σε κίνδυνο τo “Good Friday Agreement” και ενισχύει τον κίνδυνο επανάληψης των αναταράξεων.
Μια προτεινόμενη λύση είναι η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ αλλά την παραμονή της στην ενιαία αγορά όπως συμβαίνει με την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν, την Νορβηγία και την Σουηδία που αν και δεν είναι μέλη της ΕΕ, είναι μέλη της κοινής αγοράς. Αυτή η λύση απορρίπτεται από τους υπέρμαχους του Brexit καθώς η ενιαία αγορά περιλαμβάνει την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων αλλά και μετακίνηση ατόμων.
Μια άλλη, είναι η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Τελωνειακή Ένωση η οποία δίνει την δυνατότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο να κάνει τις δικές του εμπορικές συμφωνίες και να έχει ελεύθερη διακίνηση αγαθών (δηλαδή χωρίς δασμούς) με την δυνατότητα να εξαιρεί συγκεκριμένες κατηγορίες όπως για παράδειγμα τα αγροτικά προϊόντα και τις υπηρεσίες. Το πρόβλημα είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι υποχρεωμένο να αποδεικνύει την προέλευση των προϊόντων δημιουργώντας γραφειοκρατικά προβλήματα και όπως και πριν θα έχει ανοιχτά σύνορα με την Νότια Ιρλανδία.
Μια τρίτη επιλογή είναι η σύναψη ενός “Canada Style Agreement” δηλαδή την σύναψη συμφωνίας παρόμοια με αυτή του Καναδά με την ΕΕ (CETA). Η επιλογή αυτή δεν καταργεί τους ελέγχους στα σύνορα, αλλά ενθαρρύνει τη χρήση προηγμένων ηλεκτρονικών ελέγχων για την επιτάχυνση του εκτελωνισμού.
Και οι τρείς παραπάνω επιλογές περιλαμβάνουν και την καταβολή ενός χρηματικού ποσού στην ΕΕ, κάτι που σίγουρα δεν θα θέλουν οι υποστηρικτές του Leave οι οποίοι επέκριναν την συνεισφορά του Μεγάλου Βασιλείου στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Όλες αυτές οι λύσεις απαιτούν και την αποδοχή των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών.
Μια τελευταία επιλογή είναι η έξοδος χωρίς συμφωνία και όλες οι εμπορικές δραστηριότητες να γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO). Αυτή η επιλογή θεωρείται ως η πιο επικίνδυνη για την οικονομία όμως σημαίνει και κλείσιμο των συνόρων με τον απόλυτο έλεγχο πάνω στην μετανάστευση.
Η συμφωνία της Μέι
Έπειτα από 2,5 χρόνια διαπραγματεύσεων η πρώην Πρωθυπουργός της Βρετανίας κατάφερε να έρθει σε συμφωνία με την ΕΕ. Η πρόταση αυτή όμως απορρίφθηκε τρεις φορές από το Βρετανικό Κοινοβούλιο.

Η συμφωνία αυτή δεν έδειχνε λύση στο θέμα των συνόρων. Αντιθέτως, όριζε μια μεταβατική περίοδο στην οποία θα ίσχυαν οι εμπορικοί κανόνες της ΕΕ (συνεπώς τα σύνορα θα έμεναν ανοιχτά) και η οποία θα έληγε όταν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ένωση ερχόντουσαν σε εμπορική συμφωνία. Το γεγονός αυτό επικρίθηκε καθώς η μεταβατική αυτή περίοδος μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον αφήνοντας ενδεχομένως την χώρα σε αυτή την κατάσταση για πάντα.
Χαρακτηριστικό του αδιεξόδου ήταν το γεγονός ότι την 1η Απριλίου 2019 έγινε μια ψηφοφορία στην Βουλή των Κοινοτήτων στην οποία οι βουλευτές απέρριψαν όλες τις προτεινόμενες προτάσεις που τους τέθηκαν.
Επομένως, καθώς η Μέι δεν μπορούσε να περάσει την συμφωνία της στο κοινοβούλιο παραιτήθηκε από Πρόεδρος των συντηρητικών και από Πρωθυπουργός.
Ο Μπόρις Τζόνσον πρωθυπουργός
Έπειτα από την παραίτηση της Μέι, ο Μπόρις Τζόνσον και ο Τζέρεμι Χαντ διεκδίκησαν την θέση του επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος και συνεπώς ο νικητής θα γινόταν αυτόματα πρωθυπουργός. Τα περίπου 150.000 μέλη του συντηρητικού κόμματος επέλεξαν τον Μπόρις Τζόνσον με 92.152 ψήφους. Ο αριθμός αυτός είναι ιδιαίτερα μικρός για μια χώρα των 66 εκ. κατοίκων καθιστώντας την διαδικασία αυτή αντιδημοκρατική. Παρά ταύτα, ο Τζόνσον έχει δηλώσει ότι δεν θα προβεί σε γενικές εκλογές πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία του Brexit καθώς γνωρίζει ότι σε μία τέτοια περίπτωση σχεδόν βέβαια το κόμμα του θα ηττηθεί.

Κατά την διάρκεια του δημοψηφίσματος ο Μπόρις Τζόνσον ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εξόδου από την ΕΕ και ηγήθηκε της επίσημης καμπάνιας του Leave. Από τους υποστηρικτές της παραμονής έχει κατηγορηθεί ότι κορόιδεψε τους πολίτες κατά την διάρκεια του δημοψηφίσματος. Επίσης υπήρξε υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση της Μέι, παραιτήθηκε όμως έπειτα από μερικούς μήνες επειδή ήταν δυσαρεστημένος με τον τρόπο που η πρωθυπουργός διαχειρίζονταν το Brexit.
Ο τρόπος άσκησης της πολιτικής του είναι επίσης ιδιαίτερος καθώς θεωρείται χιουμορίστας πολιτικός, με το χιούμορ που προσπαθεί να εντάξει στις δηλώσεις του αλλά και με τις «γκάφες» που έχει πραγματοποιήσει στο παρελθόν. Η επιλογή του ως πρωθυπουργό φέρνει το Η.Β. πολύ κοντά στο επικίνδυνο του Brexit χωρίς συμφωνία.
Το σχέδιο του Τζόνσον για το Brexit
Στόχος του Τζόνσον είναι το Brexit να πραγματοποιηθεί στις 31 Οκτωβρίου του 2019 κατά προτίμηση με συμφωνία με την ΕΕ. Όμως, έχει δηλώσει ότι αν δεν γίνει αυτό τότε είναι διατεθειμένος να φύγει χωρίς συμφωνία, που αν και πολλοί ειδικοί προειδοποιούν για τις βαριές συνέπειες που θα έχει αυτό στην οικονομία, ο Τζόνσον πιστεύει ότι με καλή προετοιμασία οι επιπτώσεις θα είναι μικρές. Το σίγουρο πάντως είναι ότι μια έξοδος χωρίς συμφωνία αποτελεί ένα μεγάλο ρίσκο για την οικονομία του Η.Β.
Όσον αφορά το θέμα των συνόρων με την Ιρλανδία, ο νέος πρωθυπουργός επιθυμεί μια νέα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου η οποία θα γίνει μετά τις 31 Οκτωβρίου και αυτή δεν θα περιλαμβάνει ούτε δασμούς ούτε ποσοτικούς περιορισμούς στο εμπόριο με την ΕΕ. Επίσης προτείνει την λύση του ελέγχου των συνόρων με τεχνολογικά μέσα, για το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο «υπάρχουν πολλές επιλογές». Τέλος, δεν είναι διατεθειμένος να δώσει τα 39 εκ. λυρών τα οποία το Η.Β. είναι υποχρεωμένο να συμβάλει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό αλλά επιθυμεί να τα διαθέσει στο σύστημα δημόσιας υγείας της χώρας του.
Τα προβλήματα
Η ΕΕ κρατάει σκληρή στάση έναντι του Η.Β.. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι διαμηνύουν ότι η συμφωνία της Μέι δεν γίνεται να επαναδιαπραγματευτεί και είναι αδιάλλακτοι στις ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με την Τερέσα Μέι για τα σύνορα. Τα τεχνολογικά μέσα για την επιτήρηση των συνόρων εξετάστηκαν, αλλά αποδείχθηκαν μη πραγματοποιήσιμα. Ταυτόχρονα, η ΕΕ θα αρνηθεί να έρθει σε συζητήσεις για εμπορική συμφωνία εάν δεν καταβληθούν πρώτα τα 39 εκ. λυρών.

Όλα αυτά οδηγούν το Ηνωμένο Βασίλειο σε έξοδο χωρίς συμφωνία η οποία θα οδηγήσει σε μια ανυπολόγιστη ύφεση και μάλιστα από έναν πρωθυπουργό με ελάχιστη δημοκρατική νομιμοποίηση. Από την άλλη η αξιωματική αντιπολίτευση, υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν ζητάει άμεσα εκλογές για να διαπραγματευτεί αυτός μια συμφωνία και εάν δεν τα καταφέρει να προκηρύξει ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι εκλογές μοιάζουν πλέον ως μονόδρομος για να υπάρξει μια δημοκρατική λύση σε ένα θέμα τόσο μεγάλης βαρύτητας που θα κρίνει την πορεία της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Στην περίπτωση, που ο Τζόνσον προχωρήσει σε έξοδο χωρίς συμφωνία δίχως να πραγματοποιήσει εκλογές τότε θα προκληθεί οργή σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας και το κόμμα του πιθανότατα θα καταρρεύσει. Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να του επιτραπεί από το κόμμα και από το σημερινό κοινοβούλιο (το οποίο έχει απορρίψει το No Deal) να κάνει κάτι τέτοιο εκτός και εάν χρησιμοποιήσει, σύμφωνα με σενάρια κάποια βασιλικά προνόμια, τα οποία κινούνται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας.
Το τι θα γίνει παραμένει μέχρι και σήμερα αβέβαιο, καθώς η 31η Οκτωβρίου θα καθορίσει το μέλλον μίας ολόκληρης χώρας.