Η 26η Οκτωβρίου είναι ημέρα διπλής εορτής για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Εκτός από την εορτή του Αγίου Δημητρίου, του αγίου – προστάτη της πόλης, η Θεσσαλονίκη γιορτάζει και την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς Τούρκους, που πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1912.
Το γενικό κλίμα της περιόδου
Από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912, η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα και παρηκμασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, με συμμάχους τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία. Η σύγκρουση αυτή ήταν ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, του οποίου οι πολεμικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως στην περιοχή της Μακεδονίας. Με τον Βαλκανικό πόλεμο, η Βαλκανική συμμαχία επιχειρούσε να καταλάβει εδάφη του «Μεγάλου Ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έμοιαζε έτοιμη να καταρρεύσει.
Η Ελλάδα συγκεκριμένα, ήθελε να υλοποιήσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, με την κατάκτηση των εδαφών όπου διέμεναν ως επί το πλείστον ελληνικοί πληθυσμοί, εδαφών που σε παλαιότερους αιώνες ανήκαν στον ελληνικό κόσμο (Βυζαντινοί χρόνοι, ελληνική αρχαιότητα).
Έτσι, ξεκινάει ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, με τον ελληνικό στρατό να προχωράει από νίκη σε νίκη στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου (μάχη Σαρανταπόρου, μάχη Ελασσόνας, απελευθέρωση Κατερίνης και Κοζάνης, μάχη και απελευθέρωση των Γιαννιτσών, μάχη στα Πέντε Πηγάδια, απελευθέρωση της Πρέβεζας, μάχη του Σόροβιτς). Όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν από 9 μέχρι 24 Οκτωβρίου. Με την κατάληψη των Γιαννιτσών όμως, στις 20 Οκτωβρίου, ανοίγει ο δρόμος προς την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Αρχηγός του ελληνικού στρατού ήταν ο γιος του βασιλιά της Ελλάδος, Γεωργίου Α’, ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Πρωθυπουργός της Ελλάδος από το 1910, ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η κόντρα Βενιζέλου – Κωνσταντίνου
Από την αρχή του πολέμου, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν σε διαφωνία με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, τον αρχιστράτηγο των Ελλήνων. Ο Κωνσταντίνος, εκπαιδευμένος σε στρατιωτικές σχολές ακαδημίες της Γερμανίας, εκπροσωπούσε το γερμανικό δόγμα της συνεχούς επίθεσης και της ανάπτυξης των ελληνικών δυνάμεων προς βορρά, με στόχο την κατάληψη της περιοχής του Μοναστηρίου.
Το Μοναστήρι (σημερινή ονομασία Μπίτολα) σήμερα αποτελεί μέρος του κράτους των Σκοπίων, ενώ το 1912 διέμεναν ελληνικοί πληθυσμοί. Από την άλλη πλευρά, ο Βενιζέλος υποστήριζε πως ο ελληνικός στρατός έπρεπε να βιαστεί να εισέλθει στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη ήταν ισχυρό στρατηγικό σημείο των Βαλκανίων, φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας και η κατάληψή της ήταν διακαής πόθος όλων των Ελλήνων. Οι Βούλγαροι την επιθυμούσαν επίσης, και αν ο ελληνικός στρατός καθυστερούσε, υπήρχε ορατός ο κίνδυνος, ο στρατός των Βουλγάρων να προελάσει στη Θεσσαλονίκη.
Ο Βενιζέλος πίεζε με τηλεγραφήματα τον διάδοχο Κωνσταντίνο για να στρέψει την προσοχή του στη Θεσσαλονίκη. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν, έστω και στιγμής», του γράφει επιτακτικά ο Κρητικός ηγέτης. Μπορεί κάποιος να πει πως η αρχική αυτή κόντρα είναι μια πρόγευση του Εθνικού Διχασμού του 1914-1916.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος πείστηκε τελικά να βαδίσει για τη Θεσσαλονίκη μετά από μεσολάβηση του πατέρα του, βασιλιά Γεωργίου Α’.
Στις 25 Οκτωβρίου 1912, η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού, φτάνει στις παρυφές της Θεσσαλονίκης. Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς, ο Οθωμανός διοικητής της πόλης, είχε παρά μόνο μια επιλογή: μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Πρότεινε μέσω αντιπροσώπων στον Κωνσταντίνο να οπισθοχωρήσει με τον στρατό και τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού και να παραμείνει εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο Κωνσταντίνος αντιπρότεινε την ολική παράδοση του τουρκικού στρατού και μεταφορά του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Ταχσίν Πασάς δέχθηκε. Ανήμερα της εορτής του Αγίου Δημητρίου, στις 11 το βράδυ, δύο Έλληνες αξιωματικοί, μέλη του Γενικού Επιτελείου, μετέβησαν στο Διοικητήριο (σημερινό υφυπουργείο Μακεδονίας-Θράκης) για να υπογράψουν τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό. Οι αξιωματικοί αυτοί ήταν ο Βίκτωρ Δούσμανης και ο Ιωάννης Μεταξάς.
Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, παραδίδονταν 25.000 Τούρκοι στρατιώτες αιχμάλωτοι, 1.000 αξιωματικοί, 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 70.000 τυφέκια και πυρομαχικά. Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου 1912, δύο τάγματα ευζώνων εισήλθαν στην πόλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο διοικητήριο. Ο ελληνικός στρατός πήρε θέση μέσα και έξω από την πόλη. Η Θεσσαλονίκη, μετά από 482 χρόνια τουρκικού ζυγού, ήταν πια ελεύθερη.
Η καθυστέρηση των Βουλγάρων
Στις 28 Οκτωβρίου 1912 και ώρα 11η πρωινή, ο διάδοχος Κωνσταντίνος και το γενικό επιτελείο, εισήλθε στην πόλη ενώ τελέστηκε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Όμως, την ίδια μέρα κατέφθασαν έξω από την πόλη καθυστερημένα, οι έτεροι επίδοξοι κατακτητές της πόλης, οι Βούλγαροι, με επικεφαλής τον στρατηγό Τεοντόροφ. Ο Τεοντόροφ ζήτησε την είσοδο του βουλγαρικού στρατού στη Θεσσαλονίκη για να στρατοπεδεύσει και εισέπραξε την άρνηση του διαδόχου Κωνσταντίνου. Μετά από διαπραγματεύσεις, επετράπη η είσοδος δύο βουλγαρικών ταγμάτων με επικεφαλείς τους πρίγκιπες Βόρρη και Κύριλλο για ολιγόωρη στάση και ανάπαυση. Όμως δημιουργήθηκε σύγχυση. Εισήλθε σκανδαλωδώς ένα ολόκληρο σύνταγμα Βουλγάρων στην πόλη, γεγονός που προκάλεσε εντάσεις εντός της πόλης και εκνευρισμό στον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να φανούν προκλητικοί και παρόντες στη Μακεδονία. Το κλίμα για τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται…
Ο βασιλιάς Γεώργιος στη Θεσσαλονίκη
Στις 29 Οκτωβρίου 1912, ο Γεώργιος Α’, «Βασιλιάς των Ελλήνων», εισήλθε στην απελευθερωμένη πόλη. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το ελληνικό στοιχείο. Οι μουσουλμάνοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με απάθεια και λίγο φόβο. Οι Εβραίοι, που αποτελούσαν και μεγάλη πληθυσμιακή οντότητα της πόλης, απογοητεύτηκαν με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.
Πηγές
el.wikipedia.org
sansimera.gr